CAP$500967$ - translation to ολλανδικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

CAP$500967$ - translation to ολλανδικά

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Cap.; CAP.

CAP      
luchtgevechtspatrouille (op grote of middelmatige hoogte om vijandelijke vliegtuigen te ontdekken)
mob cap         
WOMAN'S CAP WITH A PUFFED CAUL OR CROWN AND A FRILLED EDGING, SOMETIMES WITH SIDE LAPPETS
Mob-cap; Mob cap
n. mopmuts, grote slappe hoed door vrouwen binnenshuis gebruikt gedurende de 18-de en begin van de 19-de Eeuw; linnen slaapmuts door vrouwen uit het midden van de 18-de Eeuw gedragen
bathing cap         
  • Young girls from a Montreal kindergarten wearing swimsuits and swim caps, 1943
CAP WORN WHILE SWIMMING OR BATHING
Swimming cap; Head-cap; Bathing cap; Swimcaps; Swimcap; Swim caps; Swimming hat; Swim head wear; Swim head gear
badmuts

Ορισμός

cloth cap
¦ noun Brit. a man's flat woollen cap with a peak.
?[as modifier] relating to or associated with the working class: Labour's traditional cloth-cap image.

Βικιπαίδεια

Cap (disambiguation)

A cap is a form of headgear.

Cap may refer to: